- καροσερί
- η(ξένη λ.) το αμάξωμα (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… … Dictionary of Greek
κάσα — (I) κάσα, ἡ (Α) οίκημα, καλύβα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. casa «σπίτι»]. (II) η 1. κιβώτιο από σανίδες μέσα στο οποίο τοποθετούνται αντικείμενα για φύλαξη ή μεταφορά, κασόνι 2. φέρετρο νεκρού, κιβούρι, νεκροκρέβατο 3. σιδερένιο χρηματοκιβώτιο 4.… … Dictionary of Greek
πήγμα — το / πῆγμα, ΝΑ 1. καθετί που είναι συναρμοσμένο, συναρμολογημένο από πολλά τεμάχια, από πολλά μέρη 2. το πάνω από τους τροχούς μέρος τών τροχοφόρων οχημάτων, η καροσερί 3. ο σκελετός σκάφους αρχ. 1. ο σκελετός τής στέγης οικοδομήματος 2. ο… … Dictionary of Greek
αμάξωμα — το, ατος το πάνω, στεγασμένο μέρος του οχήματος που προορίζεται για τους επιβάτες ή το φορτίο, η καροσερί: Το αμάξωμα του αυτοκινήτου σου είναι ωραίο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)